literature

Ant-ragedy

Deviation Actions

ThePookaWay's avatar
By
Published:
662 Views

Literature Text

Ο Χιούμπερτ κοιμόταν του καλού καιρού όταν ένιωσε ένα σκούντημα στο κεφάλι του.
“Ξύπνα, υπναρά!”
Ήταν ο Χέρμπερτ, ο κολλητός του.
“Ωραία μέρα σήμερα”, συνέχισε ο Χέρμπερτ, με εκείνο το λαμπερό χαμόγελο που τόσο έδινε στα νεύρα του Χιούμπερτ, γιατί ήταν πάντα α-σάλευτο, α-λύγιστο, α-κούνητο, σαν το παιδικό παιχνίδι με τα αγαλματάκια. Ή σαν το χαμόγελο πλούσιας πενηντάρας που έχει κάνει μπότοξ. Ο Χιούμπερτ, βέβαια, δεν μπορούσε να κάνει αυτές τις παρομοιώσεις, γιατί δεν είχε παίξει ποτέ τα αγαλματάκια όταν ήταν μικρός και γιατί δεν είχε ιδέα τι είναι το μπότοξ. Κι αυτό γιατί ο Χιούμπερτ δεν ήταν άνθρωπος. Ούτε ο Χέρμπερτ. Αμφότεροι ήταν μυρμήγκια, και μάλιστα της οικογένειας Lasius Flavus.

“Τι ώρα είναι, ρε μαλάκα;” ρώτησε ο Χιούμπερτ, προσπαθώντας να αποκτήσει επαφή με το περιβάλλον.
“Κοντεύει μεσημέρι”, απάντησε ο Χέρμπερτ, με το χαμόγελό του στην ίδια α-σάλευτη, α-λύγιστη, α-κούνητη κατάσταση, αλλά με τα μάτια να ρίχνουν εμφανώς αγριεμένες ματιές, μάλλον εξαιτίας της αναφοράς της λέξης “μαλάκας”.
Η γλώσσα του Χιούμπερτ ήταν ίδια και απαράλλαχτη από τότε που είχαν μπει στην εφηβεία: σαν του νταλικέρη. Ο Χέρμπερτ, βέβαια, καθότι μυρμήγκι, δεν είχε ιδέα τι πάει να πει “νταλικέρης”, αυτό όμως δεν σήμαινε ότι ο τρόπος που του μιλούσε ο Χιούμπερτ δεν του έδινε στα νεύρα. Δεν είχε διανύσει τόσο δρόμο μέσα από άπειρες εργατοώρες κουβαλήματος, λαδώματος και κάθε λογής βρωμοδουλειάς μέχρι να καταφέρει, επιτέλους, να φτάσει στα διαμερίσματα της Βασίλισσας, για να τον λένε “μαλάκα”!
Ωστόσο ο Χέρμπερτ δεν έλεγε τίποτα από όλα αυτά στο Χιούμπερτ, γιατί δεν ήθελε να του τρίψει την επιτυχία του στη μούρη. Σε αντίθεση με αυτόν, ο Χιούμπερτ έμεινε στο στάδιο του εργάτη-κουβαλητή.

“Mου γάμησες το ρεπό, ρε φίλε, αλλά 'νταξει, σε συγχωρώ” του είπε ο Χιούμπερτ ψευτοθυμωμένα και σηκώθηκε από το στρώμα. “Πάμε να φάμε; Πεινάω σαν πούστης.”
“Βεβαίως, καλέ μου φίλε!” έκανε ο Χέρμπερτ γαλαντόμικα. “Κερνάω πρωινό στο 'Τρύπα 2'.”

Ο Χιούμπερτ σφύριξε με θαυμασμό. Η 'Τρύπα 2' ήταν το γκουρμέ εστιατόριο της Μυρμηγκότρυπας, με τα πιο εκλεκτά είδη ψίχουλων και το σπανιότερο γάλα αφίδας. Φυσικά, οι τιμές ήταν απλησίαστες, όχι μόνο επειδή το φαγητό ήταν άψογο, αλλά και για να κρατάνε μακριά τα μυρμήγκια-εργάτες. Τα μυρμήγκια σαν αυτόν, δηλαδή. Η 'Τρύπα 2' είχε χώρο μόνο για την ελίτ της Μυρμηγκότρυπας. Μέχρι και η Βασίλισσα λεγόταν ότι ήταν τακτικός θαμώνας στα πολύ νιάτα της, πριν χριστεί βασίλισσα και γίνει θεόρατη.

“Μπράβο μεγαλεία, το φιλαράκι μου!” είπε πειραχτικά ο Χιούμπερτ στον Χέρμπερτ.
Εκείνος έκανε ότι ντρέπεται, ανεπιτυχώς, φυσικά.
“Ε, έχει και τα καλά του το να είσαι ευνοούμενος της Βασίλισσας.”
Ο Χιούμπερτ ξεροκατάπιε με αηδία. Η Βασίλισσα ήταν, πολύ απλά, ό,τι πιο απαίσιο υπήρχε στη Μυρμηγκότρυπα: μια τεράστια, άμορφη, λευκή μάζα με μια μικροσκοπική χρυσή κορώνα στο κεφάλι, η οποία έκανε μόνο τέσσερα πράγματα: έτρωγε τη μισή αποθήκη τροφίμων, έδινε τις πιο αλλοπρόσαλλες διαταγές, γαμιόταν ασταμάτητα με όποιον έβρισκε μπροστά της και φόρτωνε τη Μυρμηγκότρυπα με χιλιάδες άχρηστα νέα στόματα κάθε χρόνο από το συνεχές, ατέλειωτο γεννοβόλημά της.
Την σιχαινόταν. Την σιχαινόταν, γιατί ήταν άσχημη, κακιά, ανεύθυνη και ταυτόχρονα τόσο απαραίτητη. Κι αν ο Χιούμπερτ ένιωθε και γνώριζε αυτά που νιώθουν και γνωρίζουν οι άνθρωποι για τη φύση της μητρότητας, θα είχε δύο ακόμα λόγους να τη σιχαίνεται: Πρώτον, επειδή δεν αισθανόταν το παραμικρό για τα παιδιά της, αφού τα παρατούσε στην τύχη τους με το που έβγαιναν από μέσα της. Δεύτερον, επειδή ζευγάρωνε μαζί τους όταν πια είχαν ενηλικιωθεί. Όπως έκανε με τον Χέρμπερτ. Όπως θα έκανε και με τον ίδιο, όταν θα ερχόταν η ώρα.
Ευτυχώς για τον Χιούμπερτ, δεν ήταν άνθρωπος και δεν ήξερε τίποτα από όλα αυτά.
Κι ευτυχώς για τον Χέρμπερτ, ο Χιούμπερτ δεν του είπε τίποτα από όλα αυτά που σκεφτόταν και τον άφησε να καμαρώνει για την ψευδαίσθηση της ευτυχίας που νόμιζε ότι ζούσε, για το υπόλοιπο της ζωής του: δυο ώρες ακόμα, δηλαδή.

Ο maitre de cuisine έριξε μια επιτιμητική ματιά στο Χιούμπερτ, καθώς έμπαιναν στην 'Τρύπα 2'.
“Είναι φίλος μου, Ανρί”, είπε ο Χέρμπερτ ευγενικά, με το κλασικό χαμόγελο μονίμως κολλημένο στα χείλη του.
Αν ο Ανρί ήταν άνθρωπος, θα σήκωνε επιδεικτικά το δεξί του, αδερφίστικα περιποιημένο φρύδι.
“Τι θα θα θέλατε να παγαγγείλετε, messieurs?” ρώτησε με επιτηδευμένη, κοσμοπολίτικη προφορά. “Έχουμε ψίχουλα γαλλικής μπαγκέτας, σπόγους από σιτάγι βιολογικής καλλιέργειας, σπυγιά από μπασμάτι τηγανισμένο με κάρυ στο γουόκ...”
“Είναι πρωί, ακόμα, φίλε Ανρί!” είπε γελαστά ο Χέρμπερτ. “Θα πάρουμε οργανικό γάλα αφίδας. Τι λες κι εσύ, καλέ μου Χιούμπερτ;”
Ο Χιούμπερτ ένευσε καταφατικά με το κεφάλι. Βαριόταν απίστευτα πολύ και όλη αυτή η επιτήδευση και το γλείψιμο τού την έδιναν. Χάθηκε να πάνε στο παλιό τους στέκι, το “Τρυπάκι”, να φάνε ψίχουλα θεσσαλονικιώτικης μπουγάτσας, όπως παλιά; Εδώ ένιωθε τελείως έξω από τα νερά του. Δεν ήταν για σαλόνια και κουλτούρες αυτός.

“Φοβάμαι ότι υπάγχει ένα μικρό πγοβληματάκι με το γάλα αφίδας, monsieur”, είπε ο Ανρί χάνοντας και το χρώμα και τον τουπέ του. “Δεν έχουμε.”
“Γιατί, τι έγινε;” ρώτησε προβληματισμένος ο Χέρμπερτ.
“Ο βοσκός τους τις πήγε χτες το πρωί στην Τγιανταφυλλιά για να βοσκήσουν, κι από τότε δεν επέστγεψαν, ούτε ο βοσκός, ούτε οι αφίδες.”
“ΤΙ;” φώναξαν με μια φωνή ο Χιούμπερτ κι ο Χέρμπερτ, καθώς πετάγονταν έντρομοι από τη θέση τους.
The dirty, bloody, kinky world of ants.

This is the first part, second part here: [link]


dedicated to =Inkynebula - you are a HELL of inspiration, girl!
© 2009 - 2024 ThePookaWay
Comments0
Join the community to add your comment. Already a deviant? Log In