literature

O dolofonos me to mantarini

Deviation Actions

ThePookaWay's avatar
By
Published:
900 Views

Literature Text

Το σημείο συνάντησης ήταν μια παμπ, που λεγόταν «Χαρούμενη Πτώση». Γιατί όλες οι παμπ έχουν τόσο περίεργα ονόματα; αναρωτήθηκε το αγόρι καθώς έκλεινε την ομπρέλα του για να μπει μέσα. Οι περισσότερες έχουν ένα επίθετο κι ένα ουσιαστικό, όπως «Χτυπημένος Κάστορας» ή «Το Χρυσό Δόντι» ή «Η Κόκκινη Αλεπού». Μέσα στην πρωτοτυπία… Κι όσο για το συγκεκριμένο όνομα, «Χαρούμενη Πτώση», ήταν οξύμωρο. Πώς μπορεί μια πτώση να είναι χαρούμενη;

Η ομπρέλα έκλεισε, επιτέλους, και το αγόρι αναγκαστικά σταμάτησε να αναρωτιέται, γιατί αν σκεφτόταν κι άλλο θα γινόταν μούσκεμα. Έτσι, πήρε τη γενναία απόφαση και μπήκε μέσα.

Η παμπ ήταν μάλλον κλασικού τύπου. Ξύλινη επένδυση στον τοίχο, μεγάλο μπαρ, καπνός και φασαρία. Πήγε κι έκατσε στο μπαρ, μέχρι να έρθει εκείνη. Διαπίστωσε ότι δε φρόντιζαν ιδιαίτερα το χώρο γιατί μόλις πήγε να κάτσει στο σκαμπό, μια ακίδα κόντεψε να του τρυπήσει το παντελόνι.

Το αγόρι αναστέναξε τσατισμένα και έβγαλε την ακίδα, εξαλείφοντας έτσι την ξύλινη απειλή. Τα παντελόνια του είχε δικαίωμα να τα κακοποιεί μόνο αυτός. Το συγκεκριμένο παντελόνι το είχε σκίσει στο γόνατο κανένα τρίμηνο πριν. Grunge φάση κι έτσι. Του πήγαινε αυτό το στυλ, αν κι εκείνη δε συμφωνούσε, τον φώναζε trendoalternative. Δε συμφωνούσαν σε πολλά, έτσι κι αλλιώς.

Σήμερα θα την έβλεπε μετά από καιρό. Και πάλι δεν ήταν σίγουρος για τίποτα. Το μόνο πράγμα για το οποίο ήταν σίγουρος ήταν ότι ήθελε την ηρεμία του και με τη συγκεκριμένη κοπέλα δεν μπορούσε ποτέ να είναι ήρεμος. Όχι πως εκείνη είχε κάνει ποτέ κάτι που να τον ενοχλεί… Απλά, τον αναστάτωνε, για έναν ανεξήγητο λόγο.

Ένιωσε ένα κρύο χάδι στον αυχένα και ο αέρας πλημμύρισε από άρωμα σανταλόξυλου. Ήταν αυτή.
Γύρισε και την είδε. Κι ένιωσε σαν να μην είχε περάσει μια μέρα από τότε που την είχε δει τελευταία φορά. Τα ίδια μαλλιά, το ίδιο χαμόγελο, ο ίδιος κόμπος στο στομάχι.  Πόσος καιρός είχε περάσει άραγε;

«Ένας χρόνος και κάτι», είπε εκείνη.
«Τι είπες;» την ρώτησε σαστισμένος.
«Τίποτα, μονολογούσα», είπε γελαστά. Όταν γελούσε τα μάτια  της έκλειναν τόσο πολύ, που γινόντουσαν δυο μικρές, λαμπερές σχισμές, όπως στα γιαπωνέζικα κινούμενα σχέδια.

Κάθισε δίπλα του. Έβγαλαν τα σύνεργα του καπνού κι έστριψαν τσιγάρο. Μια, δυο ρουφηξιές, μέχρι να φύγει η πολλή αμηχανία.
Μίλησε πρώτη αυτή, όπως πάντα.
«Παλιόκαιρος… Τόσο πολύ βρέχει σε αυτή την πόλη;»
«Ε… Κλασικά πράγματα. Ειδικά για Φλεβάρη μήνα» Ανάσα. «Αλήθεια, πώς τα περνάς εδώ;»
«Καλά μωρέ…» είπε αυτή τάχα αδιάφορα. «Τρέχω από δω κι από κει να βρω καμιά δουλίτσα, μη μου βάζουν οι γονείς όλα τα λεφτά…»
«Καλά θα κάνεις…» συμφώνησε. «Και με το συγγραφιλίκι πώς τα πας; Βρήκες καμιά άκρη;»
«Ε, έδειξα σε καναδυό φίλους τα γραπτά μου, τους άρεσαν… Θα δουν τι μπορούν να κάνουν. Ο ένας από αυτούς γράφει στην «Βαβυλώνα». Και μια ιστορία ακόμη θα μπει στο επόμενο τεύχος του «Gasoline»… Κάτι γίνεται σιγά-σιγά…»

Χαμογέλασαν δειλά ο ένας στον άλλον. Η αμηχανία άρχισε να μουδιάζει τον εγκέφαλό του κι έτσι το αγόρι στράφηκε στον μπάρμαν και παρήγγειλε ποτά. Αυτός, ουίσκι, εκείνη ρούμι. Ναι, με κόλα. Και πάγο.

Πάγος που δεν έλεγε να σπάσει, κάτι που ενοχλούσε το αγόρι αφάνταστα. Ήξερε ότι την είχε πληγώσει τότε, αλλά δε γινόταν αλλιώς… Όμως τώρα εκείνη ήταν εδώ, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τώρα δε φοβόταν να την ερωτευτεί. Αν, όμως, ήταν πια αργά;

Λίγα δευτερόλεπτα σιωπής… Μια ρουφηξιά ποτό, μια τζούρα από το τσιγάρο, κλεφτές ματιές, αγχωμένα χαμόγελα.
Η κοπέλα άρχισε να παίζει με το λεμόνι από το ρούμι. Πάντα του άρεσε να την βλέπει να παίζει με ό,τι έβρισκε μπροστά της, όταν ήταν αφηρημένη.

«Ξέρεις, έχω μια πολύ κουλή ιδέα για ιστορία αυτόν τον καιρό», του είπε μισοχαμένη. «Κάτι με έναν δολοφόνο… Θα κάνει τις απίστευτα σιχαμερές δολοφονίες και μετά θα τρώει πάνω από το πτώμα ένα λάϊμ. Ή ένα λεμόνι, δεν ξέρω…»
«Δεν την παλεύεις», είπε το αγόρι γελώντας. «Βάλτου καλύτερα ένα μανταρίνι, που καθαρίζεται χωρίς μαχαίρι, μην το κάνει χάλια».
«Ε, ναι…» μονολόγησε η κοπέλα. «Χα, το βρήκα! Θα γράψω μια ιστορία για αυτό που θα τελειώνει ως εξής: “και την σκότωσε με ένα μανταρίνι”».
«Τέτοια σουρεάλ μόνο εσύ το βλαμμένο τα γράφεις» την πείραξε.
«Βλαμμένο είσαι και φαίνεσαι» του είπε εκείνη, τάχα σοβαρά, και του πέταξε παιχνιδιάρικα το λεμόνι.

Και μετά όλα κύλησαν από μόνα τους.

Το ξημέρωμα τον βρήκε ακόμα ξύπνιο, να κοιτάει το ταβάνι. Εκείνη κοιμόταν  στην αγκαλιά του,  με το απαλό της σώμα να μυρίζει βανίλια και μια υποψία χαμόγελου να ζωγραφίζει το πρόσωπο της.

Είχαν έρθει όλα τόσο φυσικά… Το μόνο αφύσικο που έβρισκε πια το αγόρι ήταν το ότι είχαν περάσει τόσο καιρό χωριστά. Στο διάολο και η πολυπόθητη ηρεμία του, και τι είχε κερδίσει;

Παραμέρισε το κοιμισμένο κορίτσι απαλά και πήγε προς την κουζίνα να κάνει ένα τσιγάρο. Και χαμογέλασε στην ιδέα ότι ακόμα κι έτσι, ένιωθε ήρεμος. Ναι, τίποτα πια δεν τον ενοχλούσε … Εκτός ίσως από την καταραμένη λιγούρα που βασάνιζε το στομάχι του εδώ και μια ώρα. Έτσι, άνοιξε το ψυγείο και την σκότωσε με ένα μανταρίνι.





Δανάη “The Pooka” Τάνη
13/7/2007
Μερικές φορές είναι πολύ ωραίο να παίζεις με τις λέξεις:)
© 2007 - 2024 ThePookaWay
Comments12
Join the community to add your comment. Already a deviant? Log In